3,274,159
edits
(6_15) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔρῑπος''': ὁ, στενὸν θαλάσσης, πορθμὸς [[ἔνθα]] ἡ [[παλίρροια]] [[εἶναι]] [[λίαν]] ὁρμητική, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 22, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4., 15, 20, π. Κόσμ. 4, 34· ἰδίως ὁ πορθμὸς ὁ χωρίζων τὴν Εὔβοιαν ἀπὸ τῆς Βοιωτίας, [[ἔνθα]] οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι τὸ [[ῥεῦμα]] [[ἑπτάκις]] τῆς ἡμέρας μετεβάλλετο (νεώτεροι παρατηρηταὶ συμφωνοῦσι θεωροῦντες αὐτὸ ὡς [[λίαν]] εὐμετάβολον, [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀνέμου διὰ μέσου τοῦ πορθμοῦ), - Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 222, κτλ., Στράβων 403: - παροιμ. ἐπὶ ἀστάτου, εὐμεταβόλου, ἀσθενοῦς τὸν νοῦν καὶ τὸ [[φρόνημα]] ἀνθρώπου, πλείους τραπόμενος τροπάς τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· μεταρρεῖ [[ὥσπερ]] Εὔριπος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 12. ΙΙ. [[καθόλου]], [[διῶρυξ]], [[τάφρος]], κτλ., Βαβρ. 120. 2, Ἀνθ. Π. 14. 135, Διον. Ἁλ. 3. 68. (Ἐκ τοῦ εὖ, [[ῥιπή]], [[ῥιπίζω]], ἴδε Κοὺρτ ἀριθ. 516). | |lstext='''εὔρῑπος''': ὁ, στενὸν θαλάσσης, πορθμὸς [[ἔνθα]] ἡ [[παλίρροια]] [[εἶναι]] [[λίαν]] ὁρμητική, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 22, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 4., 15, 20, π. Κόσμ. 4, 34· ἰδίως ὁ πορθμὸς ὁ χωρίζων τὴν Εὔβοιαν ἀπὸ τῆς Βοιωτίας, [[ἔνθα]] οἱ ἀρχαῖοι ἐπίστευον ὅτι τὸ [[ῥεῦμα]] [[ἑπτάκις]] τῆς ἡμέρας μετεβάλλετο (νεώτεροι παρατηρηταὶ συμφωνοῦσι θεωροῦντες αὐτὸ ὡς [[λίαν]] εὐμετάβολον, [[ἴσως]] [[ἕνεκα]] τῆς ἐνεργείας τοῦ ἀνέμου διὰ μέσου τοῦ πορθμοῦ), - Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 222, κτλ., Στράβων 403: - παροιμ. ἐπὶ ἀστάτου, εὐμεταβόλου, ἀσθενοῦς τὸν νοῦν καὶ τὸ [[φρόνημα]] ἀνθρώπου, πλείους τραπόμενος τροπάς τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· μεταρρεῖ [[ὥσπερ]] Εὔριπος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 6, 3· ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 574. 12. ΙΙ. [[καθόλου]], [[διῶρυξ]], [[τάφρος]], κτλ., Βαβρ. 120. 2, Ἀνθ. Π. 14. 135, Διον. Ἁλ. 3. 68. (Ἐκ τοῦ εὖ, [[ῥιπή]], [[ῥιπίζω]], ἴδε Κοὺρτ ἀριθ. 516). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[εὔριπος]])<br /><b>1.</b> [[πορθμός]] με ορμητικό θαλάσσιο [[ρεύμα]] ή [[παλίρροια]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Εύριπος</i><br />ο [[πορθμός]] της Χαλκίδας που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άστατος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>2.</b> [[διώρυγα]]<br /><b>3.</b> η [[τάφρος]] στον ιππόδρομο της Ρώμης που προστάτευε τους θεατές από τα θηρία<br /><b>4.</b> [[ριπίδιο]], [[βεντάλια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ριπή]]. Η [[λέξη]] δήλωνε αρχικά «στενό θάλασσας με δυνατή [[παλίρροια]]» και χρησιμοποιήθηκε ειδικότερα για τη θαλάσσια [[λωρίδα]] που χωρίζει την Εύβοια από τη Βοιωτία. Αργότερα σήμαινε γενικά «[[διώρυγα]], [[τάφρος]]» και με μία [[τελείως]] διαφορετική σημ. —από [[επίδραση]] τών [[ριπίς]], -[[ίδος]] [[ριπίζω]]— «[[ριπίδιο]], [[βεντάλια]]» (Γαληνός). Η [[λέξη]] [[εύριπος]] μαρτυρείται και στο μυκην. [[τοπωνύμιο]] <i>ewiripo</i>]. | |||
}} | }} |