Anonymous

εὔθλαστος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔθλαστος''': -ον, ([[θλάω]]) [[εὔθραυστος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12.
|lstext='''εὔθλαστος''': -ον, ([[θλάω]]) [[εὔθραυστος]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔθλαστος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο [[εύθραυστος]] («ὁ [[βλαστός]] ἀσθενέστερος γίνεται καὶ [[εὔθλαστος]]», Γεωπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλω</i> «[[σπάζω]], [[συντρίβω]]»)].
}}
}}