Anonymous

εὐσπλαγχνία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />courage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔσπλαγχνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />courage.<br />'''Étymologie:''' [[εὔσπλαγχνος]].
}}
{{grml
|mltxt=και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και [[σπλαχνιά]], η (ΑΜ [[εὐσπλαγχνία]]<br />Μ και εὐσπλαχνία) [[εύσπλαγχνος]]<br />[[ευγένεια]] και [[λεπτότητα]] συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, [[διάθεση]] να συμπαρασταθεί [[κανείς]] και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, [[συμπόνια]], [[λύπηση]] (α. «η [[ευσπλαγχνία]] του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν [[ουδόλως]] θυμηθήκαν» γ. «[[αλλά]] με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.<br />δ. «[[δῶρον]] δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συμπάθεια]], [[εύνοια]] («σπλαχνία στους χριστιανούς»)<br /><b>2.</b> [[προσήνεια]]<br /><b>3.</b> [[αγάπη]], [[στοργή]].
}}
}}