Anonymous

ἑψανός: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_10)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑψᾰνός''': -ή, -όν, βεβρασμένος, βραστός, Ἱππ. 641. 45, Ἀριστ. Προβλ. 20. 4, 5· ἑψανά, τά, = ἐψήματα, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 68Ε.
|lstext='''ἑψᾰνός''': -ή, -όν, βεβρασμένος, βραστός, Ἱππ. 641. 45, Ἀριστ. Προβλ. 20. 4, 5· ἑψανά, τά, = ἐψήματα, Διοκλ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 68Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑψανός]], -ή, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βράζει εύκολα, ο [[βραστερός]], ο [[καλόβραστος]], ο [[καλόψητος]]<br /><b>2.</b> (για φαγητά) αυτός που τρώγεται [[βραστός]], ο βρασμένος<br /><b>3.</b> [[ζωμός]], [[σούπα]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἑφανά</i><br />τα εψήματα, τα φαγητά που τρώγονται βρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἑψ</i>- του <i>ἕψω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανος</i>, (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορφ</i>-<i>ανός</i>, <i>στεγ</i>-<i>ανός</i>)].
}}
}}