Anonymous

εὐθεσία: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_10)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθεσία''': ἡ, καλὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, [[εὐεξία]], Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· - ἐνιαυτὸς εὐθεσίης, «ὁ εὐφορίας [[ἀπεργαστικός]]» [[αὐτόθι]].
|lstext='''εὐθεσία''': ἡ, καλὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, [[εὐεξία]], Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· - ἐνιαυτὸς εὐθεσίης, «ὁ εὐφορίας [[ἀπεργαστικός]]» [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐθεσία]], ἡ (Α) [[εύθετος]]<br /><b>1.</b> η καλή [[φυσική]] [[κατάσταση]] του σώματος, η [[ευεξία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐνιαυτὸς εὐθεσίης» — [[χρόνος]] αφθονίας <b>(Ιπποκρ.)</b>.
}}
}}