Anonymous

εὐστάλεια: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />agilité, légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />agilité, légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐστάλεια]] και ιων. τ. [[εὐσταλίη]], ἡ (Α)<br />[[ευσταλής]]<br /><b>1.</b> καλή [[διάταξη]], [[τοποθέτηση]]<br /><b>2.</b> [[συμμετρία]], [[αναλογία]] («[[εὐστάλεια]] ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για στρατεύματα) η [[ελαφρότητα]] του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}