Anonymous

εὐκρατῶς: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_7)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκρᾰτῶς''': Ἐπίρρ., στερεῶς, [[ὅταν]] [[ξύλον]] μακρὸν ἢ μέγα μὴ [[εὐκρατῶς]] ἔχῃ τις, [[ὅταν]] δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής.
|lstext='''εὐκρᾰτῶς''': Ἐπίρρ., στερεῶς, [[ὅταν]] [[ξύλον]] μακρὸν ἢ μέγα μὴ [[εὐκρατῶς]] ἔχῃ τις, [[ὅταν]] δὲν κρατῇ αὐτὸ καλά, Ἀριστ. Προβλ. 3. 26, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὐκρατής.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκρατῶς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κράτος]] «[[δύναμη]]» ή <span style="color: red;"><</span> <i>αμάρτυρο</i> <i>ευκρατής</i>].
}}
}}