Anonymous

ἀκατακάλυπτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(T22)
(2)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[κατακαλύπτω]]), [[not]] [[covered]], [[unveiled]]: [[Polybius]] 15,27, 2; (the Sept., [[Philo]]).)  
|txtha=([[κατακαλύπτω]]), [[not]] [[covered]], [[unveiled]]: [[Polybius]] 15,27, 2; (the Sept., [[Philo]]).)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατακάλυπτος]], -ον) [[κατακαλύπτω]]<br />αυτός που δεν έχει σκεπαστεί εξ ολοκλήρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελείως]] [[ακάλυπτος]], [[φανερός]]<br /><b>2.</b> (ως στρατιωτ. όρος) [[τόπος]] που δεν προστατεύεται [[καθόλου]] με προκαλύμματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκεπής]], με ακάλυπτο [[κεφάλι]] ([[κυρίως]] για γυναίκες<br /><b>Πολ.</b> 15.27.2. ΠΔ Λευϊτ. 13, 45, Μ. Βασίλειος <b>κ.ά.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[απλός]], [[δίχως]] [[προσποίηση]]<br />«γυμνῇ και ἀκατακαλύπτῳ φωνῇ» (Ευσέβιος).
}}
}}