Anonymous

ἡδύδειπνος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_16)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύδειπνος''': -ον, δειπνῶν· ἡδονικῶς, πολυδαπάνως, Bon-souper, [[ὄνομα]] παρασίτου, Ἀλκίφρ. 3. 68.
|lstext='''ἡδύδειπνος''': -ον, δειπνῶν· ἡδονικῶς, πολυδαπάνως, Bon-souper, [[ὄνομα]] παρασίτου, Ἀλκίφρ. 3. 68.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡδύδειπνος]], -ον (Α)<br />([[ονομασία]] ενός παρασίτου) αυτός που τρώει με [[γλυκό]] τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δείπνον]]].
}}
}}