Anonymous

ἡμιξύρητος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιξύρητος''': -ον, (ξῠράω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐξυρημένος, Διογ. Λ. 6. 33.
|lstext='''ἡμιξύρητος''': -ον, (ξῠράω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐξυρημένος, Διογ. Λ. 6. 33.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιξύρητος]], -ον (Α)<br />εν μέρει, [[κακώς]], ατελώς ξυρισμένος, μισοξυρισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ξυρητός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξυρώ]] «[[ξυρίζω]]»)].
}}
}}