Anonymous

ζυμώνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ζυμῶ, -όω, Μ και [[ζυμώνω]])<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[αλεύρι]] ή [[άλλο]] αμυλώδες υλικό με [[νερό]], [[μαλάσσω]] το [[μίγμα]] για να δημιουργηθεί [[μάζα]] [[πηχτή]] («[[ζυμώνω]] [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] οποιαδήποτε ύλη με [[νερό]] καθιστώντας την πολτώδη («[[ζυμώνω]] γύψο»)<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] [[μίγμα]] με [[σύμμιξη]] διαφόρων υλών («[[ζυμώνω]] [[πυρίτιδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> με ποικίλες ενέργειες [[προσπαθώ]] να διαμορφώσω μια [[κατάσταση]] ή ένα [[γεγονός]] («ζυμώνονται [[ακόμη]] οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμώνομαι</i><br /><b>χημ.</b> [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], δηλ. τη χημική [[ενέργεια]] [[κατά]] την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται [[σιγά]] [[σιγά]] και αναπτύσσουν [[αέρια]] και αυτοθέρμανση («το [[κρασί]] ζυμώνεται στο [[βαρέλι]]»)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οπού]] δεν θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την [[εργασία]]<br />β) «αν θα ζυμώσεις το [[ταχύ]], [[αποβραδίς]] κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα [[κάθε]] δουλειά σου<br />γ) «το [[ζυμάρι]] όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η [[διαρκής]] [[φροντίδα]] ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[ζύμωση]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[ζύμη]] σε [[κάτι]] για χημική [[επεξεργασία]] («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά [[ζύμη]] ὅλον τὸ [[φύραμα]] ζυμοῑ;», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) ενώνομαι με τη [[ζύμη]], ζυμώνομαι, [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br />β) [[προκαλώ]] αναβρασμό<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] τη διεργασία της πέψεως, [[χωνεύω]], [[υφίσταμαι]] τις πεπτικές ζυμώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ζυμώ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζύμη]].
|mltxt=(AM ζυμῶ, -όω, Μ και [[ζυμώνω]])<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[αλεύρι]] ή [[άλλο]] αμυλώδες υλικό με [[νερό]], [[μαλάσσω]] το [[μίγμα]] για να δημιουργηθεί [[μάζα]] [[πηχτή]] («[[ζυμώνω]] [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> [[αναμιγνύω]] οποιαδήποτε ύλη με [[νερό]] καθιστώντας την πολτώδη («[[ζυμώνω]] γύψο»)<br /><b>3.</b> [[παρασκευάζω]] [[μίγμα]] με [[σύμμιξη]] διαφόρων υλών («[[ζυμώνω]] [[πυρίτιδα]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> με ποικίλες ενέργειες [[προσπαθώ]] να διαμορφώσω μια [[κατάσταση]] ή ένα [[γεγονός]] («ζυμώνονται [[ακόμη]] οι εκλογικοί συνδυασμοί τών υποψηφίων»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμώνομαι</i><br /><b>χημ.</b> [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], δηλ. τη χημική [[ενέργεια]] [[κατά]] την οποία οργανικά σώματα αποσυντίθενται [[σιγά]] [[σιγά]] και αναπτύσσουν [[αέρια]] και αυτοθέρμανση («το [[κρασί]] ζυμώνεται στο [[βαρέλι]]»)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[οπού]] δεν θέλει να ζυμώσει [[πέντε]] μέρες κοσκινίζει» — γι' αυτούς που αποφεύγουν με διάφορες προφάσεις την [[εργασία]]<br />β) «αν θα ζυμώσεις το [[ταχύ]], [[αποβραδίς]] κοσκινά» — προετοίμαζε έγκαιρα [[κάθε]] δουλειά σου<br />γ) «το [[ζυμάρι]] όσο το ζυμώνεις τόσο φουσκώνει» — η [[διαρκής]] [[φροντίδα]] ενός έργου συντελεί στην πρόοδό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[ζύμωση]] σε [[κάτι]], [[βάζω]] [[ζύμη]] σε [[κάτι]] για χημική [[επεξεργασία]] («οὐκ οἴδατε ὅτι μικρά [[ζύμη]] ὅλον τὸ [[φύραμα]] ζυμοῖ;», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ζυμοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) ενώνομαι με τη [[ζύμη]], ζυμώνομαι, [[υφίσταμαι]] [[ζύμωση]], [[βράζω]]<br />β) [[προκαλώ]] αναβρασμό<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] τη διεργασία της πέψεως, [[χωνεύω]], [[υφίσταμαι]] τις πεπτικές ζυμώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>ζυμώ</i> <span style="color: red;"><</span> [[ζύμη]].
}}
}}