Anonymous

ζημιωτής: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_19)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζημιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβάλλων ποινάς, [[τιμωρός]], Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 77· - [[δήμιος]], Εὐστ. 1833. 53.
|lstext='''ζημιωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβάλλων ποινάς, [[τιμωρός]], Σχόλ. Αἰσχύλ. Πρ. 77· - [[δήμιος]], Εὐστ. 1833. 53.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ζημιωτής]]) [[ζημιώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που επιφέρει [[ζημιά]], [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[δήμιος]] («πανδήμιον αἰνίξασθαί ποτε τὸν κοινὸν ζημιωτὴν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιβάλλει [[ποινή]], [[τιμωρία]].
}}
}}