Anonymous

θεόθυτος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_15)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, [[Πολυδ]]. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
|lstext='''θεόθῠτος''': -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς [[θυσία]]) εἰς τοὺς θεοὺς, [[Πολυδ]]. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, [[θῦμα]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεόθυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρθηκε ως [[θυσία]] στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς<br /><b>2.</b> (το ουδ, ως ουσ.) <i>το θεόθυτον</i><br />το [[θύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλί</i>-<i>θυτος</i>, <i>πάν</i>-<i>θυτος</i>].
}}
}}