Anonymous

θεατής: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_3)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui contemple.<br />'''Étymologie:''' [[θεάομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui contemple.<br />'''Étymologie:''' [[θεάομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α θεατὴς, ιων. τ. θεητὴς) [[θεώμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που θεάται, αυτός που παρατηρεί [[κάτι]] με [[ενδιαφέρον]] ή πηγαίνει να δει [[κάτι]], ο [[παρατηρητής]] («θεατὴς τῆς χώρης», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που παρακολουθεί [[παράσταση]] ή [[άλλο]] [[δημόσιο]] [[θέαμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[αμέτοχος]] και [[απαθής]] [[παρατηρητής]] μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος («παρέμεινα [[απαθής]] [[θεατής]] της λογομαχίας»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ερευνά, που εξετάζει με [[ενδιαφέρον]] («θεατὴς τἀληθοῦς», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}