Anonymous

ζυγίζω: Difference between revisions

From LSJ
3,195 bytes added ,  29 September 2017
16
(6_8)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζυγίζω''': ζυγιάζω, Σουΐδ.
|lstext='''ζυγίζω''': ζυγιάζω, Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ζυγιάζω]] (Α [[ζυγίζω]]) [[ζυγός]]<br />[[βρίσκω]] με τον [[ζυγό]] το [[βάρος]] ενός αντικειμένου και το [[καθορίζω]] σε ορισμένα [[σταθμά]], το [[σταθμίζω]] («ζύγισέ μου το [[καρπούζι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτιμώ]], [[κρίνω]] [[κάτι]] σε [[παραβολή]] με άλλα, [[αποδίδω]] σε [[κάτι]] την πρέπουσα [[σημασία]]<br /><b>2.</b> [[σταθμίζω]], [[υπολογίζω]] εκ τών προτέρων τις συνέπειες ενός λόγου ή μιας ενέργειας [«να ζυγίζεις (ή ζυγιάζεις) καλύτερα τα [[λόγια]] σου»]<br /><b>3.</b> [[ευθυγραμμίζω]] («ο [[λοχίας]] ζύγισε καλά τη [[διμοιρία]] του»)<br /><b>4.</b> (αμτβ. για ζυγούς και [[ζυγιστικά]] όργανα) [[λειτουργώ]], [[λειτουργώ]] καλά («η [[ζυγαριά]] δεν ζυγίζει»)<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[εξασφαλίζω]] τη [[συμμετρία]] τών νομέων και της στείρας ως [[προς]] ορισμένο άξονα<br /><b>6.</b> <b>(αμτβ.)</b> έχω ορισμένο [[βάρος]], [[αντισταθμίζω]] στον [[ζυγό]] ορισμένο αριθμό κιλών, τόννων κ.λπ. («[[ζυγίζω]] 50 κιλά»)<br /><b>7.</b> έχω [[βαρύτητα]], [[σπουδαιότητα]], [[σημασία]] («ο [[λόγος]] του ζυγίζει»)<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>ζυγίζομαι</i> και <i>ζυγιάζομαι</i> και <i>ζυγιέμαι</i><br />α) ([[κυρίως]] για αρπακτικά πτηνά) [[ισορροπώ]], [[αιωρούμαι]], [[μένω]] [[μετέωρος]] στο αέρα («ένα [[πουλάκι]] σ' ενός κλαριού την [[άκρια]] ζυγιαζόταν»)<br />β) (για πρόσ. και μικρά πλοία) [[προσπαθώ]] γέρνοντας από τη μια [[μεριά]] στην [[άλλη]] να βρω την [[ισορροπία]] μου για να μην πέσω («η [[βάρκα]] ζυγιαζόταν στο [[αραξοβόλι]] της»)<br /><b>9.</b> (η παθ. μτχ.) <i>ζυγισμένος</i> και <i>ζυγιασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ισορροπημένος, [[νουνεχής]] (φρ. «[[λόγια]] ζυγιασμένα»)<br /><b>10.</b> α) <b>ναυτ.</b> «[[ζυγίζω]] το [[πλοίο]]» — [[φέρνω]] από [[μακριά]] το διάμηκες επίπεδο του πλοίου στη [[γραμμή]] του άξονα της διώρυγας ή άλλου περάσματος που πρόκειται να διαπλεύσω<br />β) <b>παροιμ.</b> «[[οπού]] ζυγιέται στους γκρεμούς βουνά μην ανεβαίνει» — όποιος φοβάται τις δυσκολίες δεν [[πρέπει]] να ριψοκινδυνεύει σε δύσκολα έργα.
}}
}}