Anonymous

ζηλοτυπία: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλότυπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλότυπος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ζηλοτυπία]]) [[ζηλότυπος]]<br /><b>1.</b> ο [[φθόνος]], η [[λύπη]] για την [[υπεροχή]] του άλλου<br /><b>2.</b> (για συζύγους ή εραστές) [[ανησυχία]] και [[καχυποψία]] για τη συζυγική ή ερωτική [[πίστη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερεθισμός]], [[οργή]].
}}
}}