Anonymous

ἡμιπέπανος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_17)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιπέπᾰνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὥριμος]], παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.
|lstext='''ἡμιπέπᾰνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὥριμος]], παρ᾿ Ὁρειβας. σ. 81 Matthaei.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπέπανος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ ώριμος, μισοωριμασμένος, [[μισογινωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέπανος]] «ώριμος» <span style="color: red;"><</span> [[πεπαίνω]] «[[ωριμάζω]]» με αντίστροφη [[παραγωγή]] <span style="color: red;"><</span> [[πέπων]] «ώριμος»].
}}
}}