Anonymous

θαλυκρός: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_4)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θᾰλῡκρός''': -ά, -όν, [[θερμός]], «καίων», [[διάπυρος]], θ. [[κέντρον]] ἐρωμανίης Ἀνθ. Π. 5. 220· θαλυκρόν· ἀναιδές, πανοῦργον, θερμόν, Ἡσύχ.· - ἀποθ., θαλυκρέομαι, = [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
|lstext='''θᾰλῡκρός''': -ά, -όν, [[θερμός]], «καίων», [[διάπυρος]], θ. [[κέντρον]] ἐρωμανίης Ἀνθ. Π. 5. 220· θαλυκρόν· ἀναιδές, πανοῦργον, θερμόν, Ἡσύχ.· - ἀποθ., θαλυκρέομαι, = [[ψεύδομαι]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θαλυκρός]], -ά, -όν (Α)<br />[[θερμός]], [[διάπυρος]] («θαλυκρὸν [[κέντρον]] ἐρωτομανίης» — καυτό [[κεντρί]] ερωτικής μανίας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το -<i>κ</i>- στο θ. ανάγεται πιθ. σε ένα ΙΕ χειλοϋπερωικό q<sup>w</sup> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θάλπω]]). Οι τ. <i>θαλύψαι</i>, <i>θαλύ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πτ</i> &GT; <i>εσθαι</i> αποτελούν [[μάλλον]] αναλογικούς μεταπλασμούς. Κατά το [[θαλυκρός]] σχηματίστηκε το επίθ. [[αλυκρός]]].
}}
}}