Anonymous

ἡμίγαμος: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_17)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίγᾰμος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὕπανδρος]], δηλ. [[παλλακή]], Φιλόστρ. 516.
|lstext='''ἡμίγᾰμος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ [[ὕπανδρος]], δηλ. [[παλλακή]], Φιλόστρ. 516.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίγαμος]], -ον (Α)<br />(για γυναίκες) η [[κατά]] το ήμισυ ύπανδρη, αυτή που ο [[γάμος]] της δεν έγινε [[κατά]] τους νόμους, μισοπαντρεμένη, [[παλλακίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>γαμος</i>, <i>έγ</i>-<i>γαμος</i>].
}}
}}