Anonymous

θεμιτεύω: Difference between revisions

From LSJ
16
(6_2)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεμῐτεύω''': [[θεμιστεύω]], [[ὄργια]] θεμιτεύων, τηρῶν [[νόμιμα]] [[ὄργια]], Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., [[χάριν]] τοῦ μέτρου).
|lstext='''θεμῐτεύω''': [[θεμιστεύω]], [[ὄργια]] θεμιτεύων, τηρῶν [[νόμιμα]] [[ὄργια]], Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., [[χάριν]] τοῦ μέτρου).
}}
{{grml
|mltxt=[[θεμιτεύω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br />[[αντί]] [[θεμιστεύω]], [[τελώ]] νομίμως.
}}
}}