Anonymous

θειώδης: Difference between revisions

From LSJ
1,395 bytes added ,  29 September 2017
16
(T22)
(16)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=θειωδες (from [[θεῖον]] [[brimstone]] ([[which]] [[see]])), of [[brimstone]], sulphurous: Lob. ad Phryn., p. 228; ([[Sophocles]]' Lexicon, [[under]] the [[word]]).
|txtha=θειωδες (from [[θεῖον]] [[brimstone]] ([[which]] [[see]])), of [[brimstone]], sulphurous: Lob. ad Phryn., p. 228; ([[Sophocles]]' Lexicon, [[under]] the [[word]]).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θειώδης]], -ῶδες (Μ)<br />[[θείος]] (Ι)]<br />αυτός που μοιάζει με τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειωδώς</i> (AM, Α παπ. και θειώδως)<br />με [[θείο]] τρόπο, θεϊκά<br /><b>αρχ.</b><br />με αυτοκρατορικό [[διάταγμα]].———————— <b>(II)</b><br />-ες (Α [[θειώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θειάφι]] («θειώδους οσμῆς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θειαφιού, [[κίτρινος]] ή [[κιτρινοπράσινος]] («ἔχοντας [[θώρακας]] θειώδεις», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χημικός]] όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ζοφ</i>-<i>ώδης</i>). Με τη νεοελλ. [[σημασία]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>sulfureux]].
}}
}}