Anonymous

θεουργός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεουργός''': -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, [[σκεῦος]] θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Ἰάμβλ. Μυστ. 21, [[Πολυδ]]. Α΄, 14.
|lstext='''θεουργός''': -όν, ἐργαζόμενος τὰ ἔργα τοῦ θεοῦ, [[σκεῦος]] θ., ἐπὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 8784b. II. ὡς οὐσιαστ., [[ἱερεύς]], Ἰάμβλ. Μυστ. 21, [[Πολυδ]]. Α΄, 14.
}}
{{grml
|mltxt=-ό (AM [[θεουργός]], -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που κάνει [[θεία]] έργα («ἡ [[θεουργός]] [[ἐνέργεια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[θεουργός]]<br />ο [[ιερέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>, <i>συν</i>-<i>εργός</i>].
}}
}}