Anonymous

θερμαντικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_10)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θερμαντικός''': -ή, -όν, δυνάμενος νὰ θερμάνῃ, παραγωγὸς θερμότητος, θερμ. τὸ πῦρ Ἀριστ. ἐν Ἀδήλ. 13, 11· τὸ θερμαντὸν πρὸς τὸ θερμαντικὸν ὁ αὐτ. Μεταφ. 4.15, 6· ― [[μετὰ]] γεν., τὸ τῆς ψυχῆς θ. [[οἶνος]] Πλάτ. Τιμ. 60Α.
|lstext='''θερμαντικός''': -ή, -όν, δυνάμενος νὰ θερμάνῃ, παραγωγὸς θερμότητος, θερμ. τὸ πῦρ Ἀριστ. ἐν Ἀδήλ. 13, 11· τὸ θερμαντὸν πρὸς τὸ θερμαντικὸν ὁ αὐτ. Μεταφ. 4.15, 6· ― [[μετὰ]] γεν., τὸ τῆς ψυχῆς θ. [[οἶνος]] Πλάτ. Τιμ. 60Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[θερμαντικός]], -ή, -όν) [[θερμαντός]]<br />ο [[ικανός]] να θερμαίνει, αυτός που παράγει [[θερμότητα]], ο [[θερμογόνος]] («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς [[μετὰ]] τοῡ σώματος θερμαντικὸν [[οἶνος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θερμαντικό</i><br />[[κάθε]] θερμό [[υγρό]] που λαμβάνεται για θεραπευτικό σκοπό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θερμαντική [[ικανότητα]]» — η [[θερμότητα]] που αποδίδεται [[κατά]] την τέλεια [[καύση]] της μονάδας μάζας ενός καυσίμου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θερμαντικώς</i><br />από θερμαντική [[άποψη]].
}}
}}