Anonymous

ἱερακοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱερᾱκοτρόφος''': -ον, = [[ἱερακοβοσκός]], Εὐνάπ. 95. 18.
|lstext='''ἱερᾱκοτρόφος''': -ον, = [[ἱερακοβοσκός]], Εὐνάπ. 95. 18.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἱερακοτρόφος]], -ον)<br />αυτός που τρέφει γεράκια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιερακοτρόφος]]<br />ο [[γερακάρης]], αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως ουσ.</b> ο [[μαθητής]] του Ιέρακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βοο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κυνο</i>-<i>τρόφος</i>)].
}}
}}