Anonymous

θεωροδόκος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_6)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεωροδόκος''': Δωρ. θεᾱροδόκος, ὁ, «ὁ τῶν θεωρικῶν χρημάτων ἐπιμελούμενος» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ ὑποδεχόμενος τοὺς θεωρούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1193, 2670. - θεωροδοκία, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] τοῦ θεωροδόκου, [[αὐτόθι]] 1693. 17˙ τὴν θεαροδοκίαν τῶν Δηλίων [[αὐτόθι]] 2329.
|lstext='''θεωροδόκος''': Δωρ. θεᾱροδόκος, ὁ, «ὁ τῶν θεωρικῶν χρημάτων ἐπιμελούμενος» Σουΐδ. ΙΙ. ὁ ὑποδεχόμενος τοὺς θεωρούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 1193, 2670. - θεωροδοκία, ἡ, τὸ [[ὑπούργημα]] τοῦ θεωροδόκου, [[αὐτόθι]] 1693. 17˙ τὴν θεαροδοκίαν τῶν Δηλίων [[αὐτόθι]] 2329.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεωροδόκος]] και [[θεαροδόκος]] και θεουροδόκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πολίτης]] που επιμελείται τα θεωρικά χρήματα<br /><b>2.</b> [[πολίτης]] που υποδέχεται τους θεωρούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεωρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξενο</i>-[[δόκος]].
}}
}}