Anonymous

ἰνέω: Difference between revisions

From LSJ
568 bytes added ,  29 September 2017
17
(6_9)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰνέω''': ἢ ἰνάω, κενῶ, Ἰων. [[λέξις]] ἔχουσα σχέσιν πρὸς τὸ Λατιν. inanis, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.: Μέσ. μέλλ. ἰνήσομαι Ἱππ.· 610. 10., 642. 55· καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., ὁ αὐτ. 418. 8 -Παθ. ἰνῶνται, -ώμενος, ὁ αὐτ. 418. 6., 419. 38. - Ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων τούτων τὰ Ἀντίγραφα [[εἶναι]] πολὺ ἢ ὀλίγον ἐφθαρμένα. - Ἐν Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. φέρεται: «ἰνέει, κενοῖ. καὶ [[ἰνηθμός]]· [[κένωσις]]. καὶ ἰνεῖται, κενοῦται».
|lstext='''ἰνέω''': ἢ ἰνάω, κενῶ, Ἰων. [[λέξις]] ἔχουσα σχέσιν πρὸς τὸ Λατιν. inanis, Γαλην. Λεξ. Ἱππ.: Μέσ. μέλλ. ἰνήσομαι Ἱππ.· 610. 10., 642. 55· καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., ὁ αὐτ. 418. 8 -Παθ. ἰνῶνται, -ώμενος, ὁ αὐτ. 418. 6., 419. 38. - Ἐν τοῖς πλείστοις τῶν χωρίων τούτων τὰ Ἀντίγραφα [[εἶναι]] πολὺ ἢ ὀλίγον ἐφθαρμένα. - Ἐν Γαληνοῦ Λεξ. Ἱππ. φέρεται: «ἰνέει, κενοῖ. καὶ [[ἰνηθμός]]· [[κένωσις]]. καὶ ἰνεῖται, κενοῦται».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰνέω]] και ιων. τ. [[ἰνάω]] (Α)<br />[[αδειάζω]], [[καθαρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. To <i>ἰν</i>- πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ισν</i>- με το <i>ι</i>- μακρό. Η λ. μπορεί να συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>is</i>-<i>n</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[θέτω]] σε ορμητική [[κίνηση]]» και με το ρ. [[ἰαίνω]] «[[μαλακώνω]] με [[θερμότητα]]»].
}}
}}