Anonymous

ἱδρώδης: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_8)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱδρώδης''': -ες, ὁ, εὐκόλως ἱδρώνων, Ἱππ. 1157D, 1225Β.
|lstext='''ἱδρώδης''': -ες, ὁ, εὐκόλως ἱδρώνων, Ἱππ. 1157D, 1225Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱδρώδης]], -ῶδες (Α)<br />αυτός που ιδρώνει εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδρώς]], -<i>ώτος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i>].
}}
}}