Anonymous

ἰκμώδης: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰκμάδος, [[ὑγρός]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 88, ἴδε [[ἰκμαδώδης]].
|lstext='''ἰκμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰκμάδος, [[ὑγρός]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 88, ἴδε [[ἰκμαδώδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰκμώδης]], -ες (Α) [[ικμάς]]<br />[[ικμαδώδης]].
}}
}}