Anonymous

θρᾶνος: Difference between revisions

From LSJ
1,202 bytes added ,  29 September 2017
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />siège, banc, escabeau.<br />'''Étymologie:''' R. Θραν, cf. [[θρόνος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />siège, banc, escabeau.<br />'''Étymologie:''' R. Θραν, cf. [[θρόνος]].
}}
{{grml
|mltxt=θρᾱνος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[κάθισμα]], [[εδώλιο]]<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] αποπάτου<br /><b>3.</b> ξύλινο [[δοκάρι]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[θράνος]] τοῡ νεώ» — η [[τοιχοποιία]] της κορυφής του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>dhre</i><i>ә</i><sub>2</sub>- «[[κρατώ]], [[στηρίζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νο</i>-, -<i>νυ</i>- (για τον παράλληλο τ. [[θρῆνυς]]). Συνδέεται με τον αόρ. <i>θρή</i>-<i>σασθαι</i> με σημ. «[[κάθομαι]]», αν και η αρχική σημ. [[πρέπει]] να ήταν «στηρίζομαι», δεδομένου ότι οι λέξεις ανάγονται στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με το [[θρόνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θρανίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θρανεύομαι]], [[θρανίας]], [[θρανίς]], [[θρανίτης]], [[θρανύσσω]].
}}
}}