Anonymous

ἰδιωματικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_11)
(17)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιωματικός''': -ή, -όν, ἔχων ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν, Κλήμ. Ἀλ. 80.
|lstext='''ἰδιωματικός''': -ή, -όν, ἔχων ίδιαίτερον χαρακτηριστικόν, Κλήμ. Ἀλ. 80.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰδιωματικός]], -ή, -όν) [[ιδίωμα]]<br />αυτός που έχει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στο γλωσσικό [[ιδίωμα]], ο [[διαλεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ιδιωματική</i><br />το [[σύνολο]] τών λεκτικών ιδιωμάτων. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιωματικώς</i> και -<i>ά</i><br />με ιδιωματικό τρόπο, διαλεκτικά.
}}
}}