Anonymous

θυννοθήρας: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θυννοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ ἁλιεύων θύννους, [[ὄνομα]] μίμου τινὸς τοῦ Σώφρονος, Ἀθήν. 303 C, 3061).
|lstext='''θυννοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ ἁλιεύων θύννους, [[ὄνομα]] μίμου τινὸς τοῦ Σώφρονος, Ἀθήν. 303 C, 3061).
}}
{{grml
|mltxt=[[θυννοθήρας]], ὁ (Α)<br />(ως [[τίτλος]] ενός μίμου του Σώφρονος) αυτός που ψαρεύει τον(ν)ους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύννος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεσι</i>-<i>θήρας</i>, <i>ορνιθο</i>-<i>θήρας</i>].
}}
}}