Anonymous

θύννος: Difference between revisions

From LSJ
1,345 bytes added ,  29 September 2017
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύνω]], cf. [[θύω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />thon, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[θύνω]], cf. [[θύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θύννος]], θηλ. [[θυννίς]] και [[θύννα]])<br />τον(ν)ος, [[είδος]] μεγάλου εδώδιμου ψαριού της Μεσογείου που ανήκει στην [[οικογένεια]] τών σκομβριδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. δεν [[είναι]] ελληνικής προελεύσεως. Λανθασμένη η [[σύνδεση]] της με το εβρ. <i>tann</i><i>ī</i><i>n</i> «θαλάσσιο [[τέρας]]». Στην [[αρχαιότητα]] συνδέθηκε παρετυμολογικά με τα [[θύνω]], <i>θύω</i> (ΙΙ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυννάζω]], [[θυνναίος]], [[θύνναξ]], <i>θυννείον</i>, [[θύννειος]], [[θυννευτικός]], [[θυννίζω]], [[θυννίς]], [[θυννίτης]], [[θυννώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θυννοθήρας]], [[θυννοκέφαλος]], [[θυννολογώ]], [[θυννοσκοπείον]], [[θυννοσκοπία]], [[θυννοσκόπος]], [[θυννοσκοπώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θυννόκομμαν]], [[θυννομαγερία]]].
}}
}}