Anonymous

ἱκέτης: Difference between revisions

From LSJ
1,529 bytes added ,  29 September 2017
17
(eksahir)
(17)
Line 24: Line 24:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[suplicante]]
|esgtx=[[suplicante]]
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ικέτιδα και [[ικέτις]] (ΑΜ [[ἱκέτης]], θηλ. [[ἱκέτις]], -ιδος)<br />αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά [[βοήθεια]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φτάνω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ηχ</i>-[[έτης]], <i>οικ</i>-[[έτης]]). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>iketa</i>, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: <i>Ἱκετάων</i>, <i>Ἱκέτυλλος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικέσιος]], [[ικετεύω]], [[ικετήριος]], [[ικετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικετήσιος]], [[ικετώσυνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ικεταδόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικετοδόχος]]].
}}
}}