3,274,313
edits
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />joie, satisfaction.<br />'''Étymologie:''' [[θυμηδής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />joie, satisfaction.<br />'''Étymologie:''' [[θυμηδής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές. | |||
}} | }} |