Anonymous

θοινατικός: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les festins, de festin.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les festins, de festin.<br />'''Étymologie:''' [[θοίνη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θοινατικός]], -ή, -όν (Α) [[θοινώ]]<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[συμπόσιο]] («θοινατικά ὄργανα», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}