Anonymous

ἰαμβόκροτος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_17)
(17)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰαμβόκροτος''': -ον, ὁ ἐν ἰαμβικῷ ῥυθμῷ κροτῶν, ἰαμβόκροτοι λόγοι Ρήτορες (Walz) 1. 443· [[ἦχος]] τοῦ λόγου [[αὐτόθι]] 5. 450.
|lstext='''ἰαμβόκροτος''': -ον, ὁ ἐν ἰαμβικῷ ῥυθμῷ κροτῶν, ἰαμβόκροτοι λόγοι Ρήτορες (Walz) 1. 443· [[ἦχος]] τοῦ λόγου [[αὐτόθι]] 5. 450.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβόκροτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί σαν [[ίαμβος]] («ἰαμβόκροτοι λόγοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κρότος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>, <i>κωδωνό</i>-<i>κροτος</i>].
}}
}}