Anonymous

θηριονάρκη: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_11)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριονάρκη''': ἡ, φυτὸν [[ὅπερ]] ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.
|lstext='''θηριονάρκη''': ἡ, φυτὸν [[ὅπερ]] ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριονάρκη]], ἡ (Α)<br />[[βότανο]] που επιφέρει [[νάρκη]] στα φίδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> [[νάρκη]].
}}
}}