Anonymous

θηριόπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_18)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριόπληκτος''': -ον, πληγεὶς ὑπὸ θηρίων, Ἀνώνυμ. Cod. Par. 2256, fol. 556 ro.
|lstext='''θηριόπληκτος''': -ον, πληγεὶς ὑπὸ θηρίων, Ἀνώνυμ. Cod. Par. 2256, fol. 556 ro.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριόπληκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κατά]]-<i>πληκτος</i>, <i>κεραυνό</i>-<i>πληκτος</i>].
}}
}}