Anonymous

ἱππάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
17
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l’on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> qui se laisse monter comme un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> où l’on peut aller à cheval ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> qui se laisse monter comme un cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππάσιμον</i><br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῑν», Αιν.).
}}
}}