Anonymous

ἱματηγός: Difference between revisions

From LSJ
17
(6_18)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμᾰτηγός''': -όν, ὁ φέρων, μεταφέρων ἱμάτια, [[ναῦς]] Θεόφρ. π. Λίθ. 68.
|lstext='''ἱμᾰτηγός''': -όν, ὁ φέρων, μεταφέρων ἱμάτια, [[ναῦς]] Θεόφρ. π. Λίθ. 68.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱματηγός]], -όν (Α)<br />αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάτιον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>, με [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχ</i>-<i>ηγός</i>, <i>κυν</i>-<i>ηγός</i>].
}}
}}