Anonymous

ἐρέθισμα: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> excitation, stimulant;<br /><b>2</b> provocation ; compétition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρεθίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> excitation, stimulant;<br /><b>2</b> provocation ; compétition.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρεθίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐρέθισμα]]) [[ερεθίζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[ερεθίζω]], η [[διέγερση]] σε [[οργή]], η [[παρόξυνση]], το [[θέλγητρο]] που παρακινεί σε [[κάτι]] («Εὐκελάδων τε χορῶν ἐρεθίσματα» — θελκτικοί χοροί, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που διεγείρει τα αισθητήρια [[νεύρα]] («εξωτερικό [[ερέθισμα]] της ακοής [[είναι]] ο [[ήχος]]»)<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[μεταβολή]] τών κανονικών όρων ζωής τών διαφόρων οργανισμών.
}}
}}