Anonymous

ἰσοβαρής: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />d’un poids égal à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[βάρος]].
|btext=ής, ές :<br />d’un poids égal à, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[βάρος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]] με άλλον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές [[πάνω]] σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την [[ίδια]] βαρομετρική [[πίεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερο</i>-<i>βαρής</i>, <i>ομοιο</i>-<i>βαρής</i>].
}}
}}