Anonymous

ἰσοϋψής: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_7)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοϋψής''': -ές, ἔχων ἴσον [[ὕψος]], κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.
|lstext='''ἰσοϋψής''': -ές, ἔχων ἴσον [[ὕψος]], κλίμακα ἰσοϋψῆ τῷ τείχει Πολύβ. 8. 6, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[ἰσοϋψής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίσο ύψος με κάποιον [[άλλο]] («ισοϋψή δένδρα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> 1) «ισοϋψή [[σημεία]]» — τα [[σημεία]] που έχουν την [[ίδια]] [[απόσταση]] από ένα επίπεδο αναφοράς ή το ίδιο [[υψόμετρο]]<br />2) «[[ισοϋψής]] [[καμπύλη]]» — [[καμπύλη]] που σε έναν τοπογραφικό [[χάρτη]] ή σε [[διάγραμμα]] ενώνει τα [[σημεία]] τα οποία έχουν το ίδιο [[υψόμετρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ύψος</i>].
}}
}}