Anonymous

καθαροδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_18)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθαροδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν καθαρῶς, Ἀναστ. Σιν. Ὁδηγ. σ. 242, 3.
|lstext='''καθαροδίαιτος''': -ον, ὁ ζῶν καθαρῶς, Ἀναστ. Σιν. Ὁδηγ. σ. 242, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[καθαροδίαιτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που ζει καθαρό, ανεπίληπτο, άμεμπτο βίο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]] «[[τρόπος]] ζωής»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιτο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>ολιγο</i>-<i>δίαιτος</i>].
}}
}}