Anonymous

καιετάεις: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άεσσα, άεν;<br />aux vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καιάδας]].
|btext=άεσσα, άεν;<br />aux vallées profondes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καιάδας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καιετάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[καιετός]]<br />ο [[γεμάτος]] χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}