Anonymous

ἱστιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_19)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστιοφόρος''': -ον, φέρων ἱστία, ἔχων ἱστία, [[ναῦς]] Πλανούδ. Ὀβιδ. Μεταμ. 15. 719.
|lstext='''ἱστιοφόρος''': -ον, φέρων ἱστία, ἔχων ἱστία, [[ναῦς]] Πλανούδ. Ὀβιδ. Μεταμ. 15. 719.
}}
{{grml
|mltxt=-ο<br />(ΑΜ [[ἱστιοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει, που χρησιμοποιεί [[ιστία]], πανιά (α. «[[ἱστιοφόρος]] ναῡς» β. «[[ιστιοφόρος]] [[ναυτιλία]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιστιοφόρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πλοίο]] με πανιά, [[πλοίο]] που κινείται με [[ιστία]], [[καράβι]], [[καΐκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κανη</i>-[[φόρος]], <i>υδρο</i>-[[φόρος]].
}}
}}