Anonymous

ἴστωρ: Difference between revisions

From LSJ
1,524 bytes added ,  29 September 2017
18
(Autenrieth)
(18)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ορος ([[root]] ϝιδ): [[one]] [[who]] knows, [[judge]], Il. 18.501, Il. 21.486.
|auten=ορος ([[root]] ϝιδ): [[one]] [[who]] knows, [[judge]], Il. 18.501, Il. 21.486.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴστωρ]] και [[ἵστωρ]] ό, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το [[δίκαιο]], [[κριτής]], [[δικαστής]]<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ ἵστορες</i><br />οι διαιτητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fίδ</i>- <i>τωρ</i> (με [[τροπή]] του <i>δ</i> σε <i>σ</i> προ του οδοντικού <i>τ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-, μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>weid</i>- «[[βλέπω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. [[οἶδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἰδ</i>-<i>εῖν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>εῖν</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ιστορία]], [[ιστορώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστόριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[πολυΐστωρ]], [[φιλίστωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αΐστωρ]], [[ανίστωρ]], [[επιίστωρ]], [[νομοΐστωρ]], [[προΐστωρ]], [[συνίστωρ]], [[φιλοΐστωρ]].
}}
}}