Anonymous

καδίσκος: Difference between revisions

From LSJ
18
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κάδος]].
|btext=ου (ὁ) :<br />petite urne pour le vote des juges dans les procès criminels.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[κάδος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καδίσκος]]) [[κάδος]]<br />[[μικρός]] [[κάδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλπη]] στην οποία οι δικαστές έριχναν τις ψήφους τους (α. «ὁ δὲ [[καδίσκος]]... ὁ μὲν ἀπολύων [[οὗτος]], ὁ δ' ἀπολλὺς ὁδί», Φρύν.<br />β. «καδίσκων τεττάρων τεθέντων κατὰ τὸν νόμον», Λυκούργ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «καδίσκοι<br />σιπύαι (δοχεία, λάρνακες, αγγεία), εἰς ἃς τὰ ἱερὰ ἐτίθεσαν<br />καὶ τὰ ἀγγεῑα εἰς ἃ τὰς ψήφους ἔφερον».
}}
}}