Anonymous

ἰσήγορος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσήγορος''': -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, [[Πολυδ]]. Ϛ,΄ 174.
|lstext='''ἰσήγορος''': -ον, ἔχων ἴσην ἐλευθερίαν ἐν τῷ λέγειν, [[Πολυδ]]. Ϛ,΄ 174.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσήγορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ίση [[ελευθερία]] λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]) —το <i>η</i>- λόγω της συνθέσεως—, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>].
}}
}}