Anonymous

καινόφιλος: Difference between revisions

From LSJ
18
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινόφῐλος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.
|lstext='''καινόφῐλος''': -ον, ὁ [[συχνάκις]] ἀλλάσσων, φίλους, «καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεὶ» Φώτ., Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινόφιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που αλλάζει [[συχνά]] φίλους («καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῑς αὐτοῑς φίλοις χρώμενον», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
}}